κρυπτόκοκκος

κρυπτόκοκκος
ο
(μυκητ.) γένος ατελών μυκήτων που ανήκει στην κλάση βλαστομύκητες, τών οποίων ένα είδος προκαλεί την κρυπτοκοκκίαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. cryptococcus < crypt(o)- (< κρυπτ[ο]*) + -coccus (< κόκκος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κρυπτ(ο)- — (AM κρυπτ[ο] , Α και κρυψι ) πρώτο συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής το οποίο έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό γίνεται, είναι ή κάνει κάτι κρυφά, με μυστικό τρόπο (πρβλ. κρυπτογενής, κρυψίνους). Το κρυπτ(ο) ανάγεται στο επίθ …   Dictionary of Greek

  • μηνιγγίτιδες — Νόσοι που οφείλονται σε φλεγμονή των μηνίγγων, κυρίως των λεπτών. Τα αίτια που τις προκαλούν είναι διάφορα μικρόβια, όπως ο μηνιγγιτιδόκοκκος, ο πνευμονιόκοκκος, ο αιμόφιλος (πυώδεις μ.), το μικρόβιο της φυματίωσης (φυματιώδης μ.), διάφοροι ιοί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”